- Ἰαλυσίᾳ
- Ἰαλυσίᾱͅ , Ἰαλυσίαfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιαλύσια — ἰαλύσια, τὰ (Α) νομίσματα τής Ιαλυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ιαλυσός] … Dictionary of Greek